Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

подбить тсто

  • 1 подбить

    подобью, подобьшь, προστκ. подбей
    ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•

    подковку καρφώνω το πέταλο•

    подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.

    2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.
    3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.
    4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.
    5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•

    подбить глаз χτυπώ στο μάτι•

    подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.

    || πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.
    6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.
    εκφρ.
    подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.
    1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).
    2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > подбить

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»